ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Εξεταστική Περίοδος Φεβρουαρίου 2020
Τον Ιανουάριο του έτους 2013 ο Κ έλαβε από την Τράπεζα Τ έντοκο δάνειο ύψους 300.000 €, πληρωτέο σε είκοσι χρόνια με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, για να ανεγείρει διώροφη οικοδομή επί οικοπέδου του που βρίσκεται στην Κρήτη. Προς εξασφάλιση της Τράπεζας, ο Ε, αδελφός του Κ, εγγυήθηκε νομίμως υπέρ του δανειολήπτη Κ, παραιτούμενος από την ένσταση διζήσεως.
Ο Κ πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 2013. Κατά το χρόνο θανάτου του Κ η κληρονομιαία περιουσία του περιελάμβανε το ως άνω οικόπεδο στην Κρήτη και χρηματική κατάθεση ύψους 300.000 ευρώ, που αποτελούσε το προϊόν του δανείου. Με νομίμως συντεταγμένη ιδιόγραφη διαθήκη του ο Κ όρισε ως κληρονόμο του τη σύζυγό του Σ, η οποία αποδέχθηκε την κληρονομιά και μετέγραψε την συμβολαιογραφική αποδοχή στις 7.8.2014. Η Σ με τα χρήματα της τραπεζικής κατάθεσης ανήγειρε επί του κληρονομιαίου οικοπέδου διώροφη οικοδομή. Από την 01.10.2016 εγκαταστάθηκε η ίδια στον 1ο όροφο και εκμίσθωσε το ισόγειο στον μισθωτή Μ έναντι μηνιαίου μισθώματος 600 €. Η μίσθωση έληξε την 1.10.2019 και ο μισθωτής αποχώρησε από το μίσθιο.
Η Σ την 1.11.2019 πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα νομίμως το ως άνω ακίνητο στον Α έναντι 800.000 €, ο οποίος μετέγραψε αυθημερόν το συμβόλαιο.
Ο Κ είχε αποκτήσει εκτός γάμου ένα τέκνο, τον Γ, τον οποίο είχε αναγνωρίσει νομίμως, χωρίς αυτό να είναι γνωστό στην Σ. Ο Γ αποδέχθηκε νομότυπα την κληρονομιά του πατέρα του και μετέγραψε την συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής στις 2.12.2019. Ακολούθως, ο Γ την 16.12.2019 άσκησε αγωγή περί κλήρου κατά της Σ.
Στο μεταξύ η Σ, από τον Νοέμβριο του 2019 σταμάτησε να πληρώνει το δάνειο στην Τράπεζα, στην οποία είχε καταβάλει μέχρι τότε συνολικά 70.000 € (20.000 € για τόκους και 50.000 € για μέρος του κεφαλαίου). Η Τ τον Ιανουάριο του 2020 κατήγγειλε το δάνειο εξαιτίας μη καταβολής τριών συνεχόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, όπως προβλεπόταν στη σύμβαση δανείου, και απαίτησε από τον εγγυητή Ε την άμεση καταβολή του υπολειπόμενου ποσού του κεφαλαίου ύψους 250.000 ευρώ πλέον των τόκων υπερημερίας.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
3. Αν υποτεθεί ότι γίνεται δεκτή η διεκδικητική αγωγή του Γ κατά του Α, ποιες αξιώσεις έχει ο Α κατά της Σ ;
4. Δικαιούται η Τ να καταγγείλει το δάνειο και να στραφεί κατά του Ε; Αν υποτεθεί ότι ο Ε καταβάλλει στην Τράπεζα Τ το υπολειπόμενο ποσό του δανείου, πλέον των τόκων υπερημερίας, ποιες αξιώσεις έχει και κατά ποίων ;
Οι απαντήσεις να είναι αιτιολογημένες. Επιτρέπεται η χρήση ασχολίαστου ΑΚ.
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ο Γ δικαιούται να ασκήσει την αγωγή περί κλήρου κατά της Σ με αιτήματα αφενός την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος ως συγκληρονόμου κατά τα 3/8 και αφετέρου την απόδοση του ιδανικού του μεριδίου των 3/8 στα κληρονομιαία αντικείμενα (ΑΚ 1871). Στην έννοια των αντικειμένων της κληρονομίας περιλαμβάνονται και τα ενσώματα αντικείμενα, τα οποία μετά το θάνατο του κληρονομουμένου υποκατέστησαν με δικαιοπραξίες του νομέα της κληρονομιάς ενσώματα ή ασώματα κληρονομιαία πράγματα. (αντικατάλλαγμα – ΑΚ 1872 αρ.2). Η Σ αφενός χρησιμοποίησε τα χρήματα της τραπεζικής κατάθεσης για να ανεγείρει τη διώροφη οικοδομή επί του κληρονομιαίου οικοπέδου και αφετέρου πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα το οικόπεδο αυτό στον Α εισπράττοντας ως τίμημα το ποσό των 800.000 ευρώ. Επομένως ο Γ μπορεί να ζητήσει από την Σ τα 3/8 των 800.000 ευρώ με την αγωγή περί κλήρου, ήτοι 300.000 ευρώ. Αν το πράξει αυτό η δικαιοπραξία μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου από τη Σ στον Α κυρώνεται, καθώς ήταν ανίσχυρη κατά τα 3/8, αφού έγινε από μη δικαιούχο, ήτοι τη Σ ως νομέα της κληρονομίας (ΑΚ 1872 αρ.2 εδ. β΄).
Επιπλέον ο Γ μπορεί να ζητήσει από την Σ την απόδοση των ωφελημάτων (ΑΚ 1874). Ως ωφελήματα νοούνται οι πολιτικοί καρποί των κληρονομιαίων (ΑΚ 961 παρ.3), καθώς και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση τους (ΑΚ 962), όπως π.χ. η αποφυγή δαπάνης για μίσθωση άλλου παρόμοιου πράγματος. Ο καλόπιστος νομέας κληρονομιάς ως προς τον προ της επιδόσεως της αγωγής χρόνο ευθύνεται μόνο για τα ωφελήματα που εξήγαγε, μόνο στο μέτρο που έγινε και εξακολουθεί να είναι πλουσιότερος (ΑΚ 1874 εδ. α΄, 908 επ.). Η Σ ως καλόπιστη νομέας κληρονομίας εισέπραξε πριν από την επίδοση της αγωγής από τον Μ συνολικά 21.600 ευρώ, εκ των οποίων τα 3/8 είναι 8.100 ευρώ. Το τελευταίο αυτό ποσό εφόσον σώζεται στην περιουσία της Σ, ο Γ μπορεί να το αναζητήσει. Επιπλέον ο Γ μπορεί να αναζητήσει και το ποσό που αντιστοιχεί στα 3/8 του μισθώματος, που θα ήταν υποχρεωμένη να διαθέσει για τη μίσθωση του συγκεκριμένου ορόφου η Σ, αλλά απέφυγε να πληρώσει η Σ, χρησιμοποιώντας η ίδια για τις στεγαστικές της ανάγκες τον 1ο όροφο της οικοδομής.
Εφόσον θεωρηθεί από κάποιους φοιτητές ότι κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης ο Κ δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει τον Γ και επομένως η ύπαρξη του Γ δεν ήταν γνωστή στον Κ κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, γιατί αυτός (ο Γ) έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξη της διαθήκης, να θεωρείται σωστή η απάντηση ότι ο Γ έχει δικαίωμα να ζητήσει ακύρωση της διαθήκης υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 1786, 1787, 1788 ΑΚ, οπότε και ο Γ θα κληρονομήσει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος τα ¾ της κληρονομιαίας περιουσίας. ΒΑΘΜΟΙ 4
Αν ο Ε καταβάλει στην Τ το υπόλοιπο του δανείσματος και τους τόκους υπερημερίας, επομένως αν έχει ικανοποιήσει τη δανείστρια Τ, θα μπορούσε να στραφεί κατά των κληρονόμων του πρωτοφειλέτη Κ, ήτοι της Σ και του Γ, εφόσον θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη Κ. Δικαίωμα αναγωγής έχει ο Ε, αν θεωρηθεί ότι η σχέση κάλυψης που τον συνέδεε με τον αδελφό του Κ, ήταν η σύμβαση εντολής (ΑΚ 858, 722). Στην περίπτωση αυτή μπορεί αφενός να στραφεί κατά των Σ και Γ με βάση αποκλειστικά τη σχέση κάλυψης, ήτοι τη σύμβαση εντολής, απαιτώντας ως δαπάνες ό,τι έδωσε για την κανονική εκτέλεση της εντολής και αφετέρου να υποκατασταθεί στα δικαιώματα της δανείστριας Τ. Αν όμως η σχέση κάλυψης μεταξύ Κ και Ε είναι δωρεά, ο Ε δεν έχει δικαίωμα αναγωγής και συνακόλουθα ούτε υποκατάστασης. ΒΑΘΜΟΙ 2